Πρόλογος: η Αποκάλυψη του Ιωάννη.
Εικαστικό έργο μεικτής τεχνικής σε μορφή βιβλίου (15x21x6εκ) 2011.

«Αποκάλυψη του Ιησού Χριστού∙ του την έδωσε ο Θεός για να δείξει στους δούλους του τα όσα πρέπει γρήγορα να γίνουν∙ και την εσήμανε στέλνοντας τον άγγελό του στο δούλο του τον Ιωάννη, που μαρτύρησε το λόγο του Θεού και τη μαρτυρία του Ιησού Χριστού, τα όσα οράματα είδε» Α’(1,2)
«Ιδού έρχεται με τις νεφέλες και θα τον ιδεί το κάθε μάτι, κι εκείνοι ακόμη που τον τρύπησαν, και απάνω του θα θρηνήσουν όλες οι φυλές της γης» Α’(7α)
«Ναι, αμήν» Α’(7β)
«Εγώ είμαι το Άλφα και το Ωμέγα, λέει ο Κύριος ο Θεός» Α’(8α)
«ο Είναι και ο Ήταν και ο Ερχόμενος, ο Παντοκράτωρ» Α’(8β)
«Γράψε ό,τι βλέπεις σε βιβλίο και στείλε το στις εφτά εκκλησίες∙ στην Έφεσο και στη Σμύρνη και την Πέργαμο και στα Θυάτειρα και στις Σάρδεις και στη Φιλαδέλφεια και στη Λαοδικεία. Και γύρισα να ιδώ τη φωνή που μου λαλούσε∙ και καθώς γύρισα είδα εφτά λυχνάρια χρυσά» Α’(11,12)
«και στη μέση στα λυχνάρια έναν που έμοιαζε με γιό ανθρώπου, με φόρεμα ως τους αστραγάλους, ζωσμένον κατά τους μαστούς ζώνη χρυσή» Α’(13)
«Έπειτα είδα, και ιδού θύρα ανοιχτή στον ουρανό, και η πρώτη φωνή σαν από σάλπιγγα που άκουσα μου λαλούσε λέγοντάς: «Ανέβα εδώ και θα σου δείξω αυτά που πρέπει να γίνουν έπειτα». Παρευτύς με συνεπήρε το Πνεύμα και ιδού θρόνος στον ουρανό, και πάνω στο θρόνο ένας που κάθουνταν, και καθισμένος έλαμπε σα να΄βλεπες το λίθο ίασπη και το σάρδιο και το ουρανοδοξάρι τριγύρω στο θρόνο σαν σμαράγδι. Και κύκλο από το θρόνο θρόνοι εικοσιτέσσερεις, και κάθουνταν στους θρόνους εικοσιτέσσερεις πρεσβύτεροι ντυμένοι στα λευκά, και στα κεφάλια τους χρυσά στεφάνια. Και από το θρόνο βγαίνουν αστραπές και φωνές και βροντές, κι εφτά λαμπάδες φωτιά καίγουνται μπροστά στο θρόνο, που είναι τα εφτά Πνεύματα του Θεού∙ και εμπρός στο θρόνο ωσάν θάλασσα από γυαλί όμοια με κρύσταλλο» Δ’(1-6)
«και στη μέση από το θρόνο και κύκλο από το θρόνο τέσσερα ζώα γεμάτα μάτια εμπρός και πίσω. Και το πρώτο ζώο έμοιαζε λιοντάρι, και το δεύτερο ζώο έμοιαζε μοσχάρι, και το τρίτο ζώο είχε πρόσωπο σαν άνθρωπος, και το τέταρτο ζώο έμοιαζε αετό πετούμενο. Και τα τέσσερα ζώα είχαν το καθένα από έξι φτερούγες τριγύρω, κι από μέσα ήταν γεμάτα μάτια∙ και δεν έχουν ανάπαυση, λέγοντας μέρα νύχτα: Άγιος, άγιος, άγιος ο Κύριος ο Θεός, ο Παντοκράτωρ, ο Ήταν και ο Είναι και ο Ερχόμενος» Δ’(6-8)
«Και όταν δώσουν τα ζώα δόξα και τιμή και ευχαριστία σ’αυτόν που κάθεται στο θρόνο, και σ’αυτόν που ζει στους αιώνες των αιώνων, πέφτουν οι εικοσιτέσσερεις πρεσβύτεροι μπροστά σ’αυτόν που κάθεται στο θρόνο, και προσκυνούν εκείνον που ζει στους αιώνες των αιώνων, και ρίχνουν τα στεφάνια τους μπροστά στο θρόνο λέγοντας: Άξιος είσαι, ο Κύριος και ο Θεός μας, να λάβεις τη δόξα και την τιμή και την δύναμη, γιατί συ έπλασες τα πάντα και με το θέλημά σου ήταν και πλάστηκαν» Δ’(9-11)
«Και είδα, και άκουσα φωνή από αγγέλους πολλούς γύρω στο θρόνο και στα ζώα και στους πρεσβυτέρους, κι ήταν μυριάδες και μυριάδες, χιλιάδες και χιλιάδες ο αριθμός τους» Ε’(11)
«Και είδα: όταν άνοιξε το Αρνί τη μία από τις εφτά σφραγίδες, άκουσα ένα από τα τέσσερα ζώα να λέει ωσάν φωνή βροντής: «Έλα». Και είδα, και ιδού άλογο άσπρο∙ κι ο καβαλάρης βαστούσε δοξάρι∙ και του δόθηκε στεφάνι και πήγαινε νικητής και για να νικήσει» ΣΤ’(1,2)
«Κι όταν άνοιξε τη δεύτερη σφραγίδα, άκουσα το δεύτερο ζώο να λέει: «Έλα». Και βγήκε πάλι άλογο πυρρό, και στον καβαλάρη του δόθηκε να σηκώσει την ειρήνη από τη γης, για να σφαγούν ανάμεσά τους∙ και του δώσαν σπάθα μεγάλη» ΣΤ’(3,4)
«Κι όταν άνοιξε την τρίτη σφραγίδα, άκουσα το τρίτο ζώο που έλεγε: «Έλα». Και είδα, και ιδού άλογο μαύρο, κι ο καβαλάρης κρατούσε στο χέρι του ζυγαριά. Κι άκουσα ωσάν φωνή ανάμεσα στα τέσσερα ζώα που έλεγε: Το σοινίκι το σιτάρι ένα δηνάρι, και τα τρία σοινίκια το κριθάρι ένα δηνάρι, και το λάδι και το κρασί μην τα σπαταλάς» ΣΤ’(5,6)
«Και όταν άνοιξε τη σφραγίδα την τέταρτη, άκουσα τη φωνή του τέταρτου ζώου που έλεγε: «Έλα». Και είδα, και ιδού άλογο χλωμό, κι ο καβαλάρης τ ’όνομά του Θάνατος∙ κι ο Άδης ακολουθούσε∙ και τους δόθηκε εξουσία να ξολοθρέψουν το τέταρτο μέρος της γης, με το σπαθί και με την πείνα και με το θανατικό και με τα θεριά της γης» ΣΤ’(7,8)
«Κι όταν άνοιξε την Πέμπτη σφραγίδα, είδα κάτω από το θυσιαστήριο τις ψυχές των σφαγμένων για το λόγο του Θεού και για τη μαρτυρία που είχαν δώσει. Κι έκραξαν με φωνή μεγάλη λέγοντας: Ως πότε ο Δεσπότης ο άγιος και ο αληθινός δε θα κρίνεις και δε θα εκδικηθείς το αίμα μας πάνω σ’ εκείνους που κατοικούν τη γη;» ΣΤ’(9,10)
«Και είδα, όταν άνοιξε τη σφραγίδα την έκτη, έγινε μέγας σεισμός, κι ο ήλιος έγινε μαύρος σαν ύφασμα τρίχινο, και το φεγγάρι ολόκληρο σαν το αίμα∙ και τ’ άστρα τ’ ουρανού έπεσαν στη γης, σαν την αγριοσυκιά που σειέται απ’ την ανεμοζάλη και ρίχνει το χειμωνιάτικο καρπό της» ΣΤ’(12,13)
«κι ο ουρανός χάθηκε σαν το βιβλίο το τυλιχτάρι πως το τυλίγεις, και κάθε βουνό και νησί κινήθηκαν από τον τόπο τους» ΣΤ’(14)
«Ύστερα είδα τέσσερις αγγέλους που έστεκαν στις τέσσερις γωνίες της γης και κρατούσαν τους τέσσερις ανέμους της γης για να μη φυσά ο άνεμος πάνω στη γη μήτε στη θάλασσα μήτε σε κανένα δέντρο. Και είδα έναν άλλον άγγελο που ανέβαινε από την ανατολή του ήλιου και είχε τη σφραγίδα του Θεού του ζωντανού∙ και έκραξε με φωνή μεγάλη στους τέσσερις αγγέλους που τους εδόθη να βασανίσουν τη γη και τη θάλασσα, κι έλεγε: Μη βασανίζετε τη γη μήτε τη θάλασσα μήτε τα δέντρα ώσπου να σφραγίσουμε στο μέτωπο τους δούλους του Θεού μας» Z’(1-3)
«Κι άκουσα τον αριθμό των σφραγισμένων: εκατόν σαράντα τέσσερις χιλιάδες σφραγισμένοι από όλες τις φυλές των γιών του Ισραήλ∙ από τη φυλή του Ιούδα δώδεκα χιλιάδες σφραγισμένοι, από τη φυλή του Ιούδα δώδεκα χιλιάδες σφραγισμένοι, από τη φυλή του Ρουβήν δώδεκα χιλιάδες, από τη φυλή του Γαδ δώδεκα χιλιάδες, από τη φυλή του Ασήρ δώδεκα χιλιάδες, από τη φυλή του Νεφθαλείμ δώδεκα χιλιάδες, από τη φυλή του Μανασσή δώδεκα χιλιάδες, από τη φυλή του Συμεών δώδεκα χιλιάδες, από τη φυλή του Λευεί δώδεκα χιλιάδες, από τη φυλή του Ισσαχάρ δώδεκα χιλιάδες, από τη φυλή του Ζαβουλών δώδεκα χιλιάδες, από τη φυλή του Ιωσήφ δώδεκα χιλιάδες, από τη φυλή του Βενιαμίν δώδεκα χιλιάδες σφραγισμένοι» Z’(4-8)
«Ύστερα είδα, και ιδού όχλος πολύς, που κανείς δεν μπορούσε να τον μετρήσει, από κάθε έθνος και φυλή και λαό και γλώσσα, και στέκουνταν μπροστά στο θρόνο και μπροστά στο Αρνί, ντυμένοι φορέματα λευκά∙ και στα χέρια τους κλωνάρια φοινικιάς∙ κι έκραζαν με φωνή μεγάλη κι έλεγαν: «Σωτηρία στο Θεό μας που κάθεται στο θρόνο, και στο Αρνί». Και οι άλλοι άγγελοι στέκουνταν κύκλο στο θρόνο και στους πρεσβύτερους και στα τέσσερα ζώα, κι έπεσαν μπροστά στο θρόνο με τα πρόσωπα στη γης, και προσκύνησαν το Θεό∙ κι έλεγαν: «Αμήν∙ η ευλογία και η δόξα και η σοφία και η ευχαριστία και η τιμή και η δύναμη και η εξουσία στο Θεό μας στους αιώνες των αιώνων∙ αμήν». Κι ένας από τους πρεσβυτέρους μίλησε και μου είπε: «Τούτοι είναι που ήρθαν από τη μεγάλη θλίψη∙ και πλύναν τα φορέματά τους και τα λεύκαναν στο αίμα του Αρνιού» Z’(9-14)
«Κι όταν άνοιξε την έβδομη σφραγίδα έγινε σιγή στον ουρανό ως μισή ώρα. Κι ύστερα είδα τους εφτά αγγέλους που στέκουνταν μπροστά στο Θεό∙ και τους δόθηκαν εφτά σάλπιγγες. Και οι εφτά άγγελοι που κρατούσαν τις εφτά σάλπιγγες ετοιμάστηκαν να σαλπίσουν» H’(1,2,6)
«Και σάλπισε ο πρώτος∙ κι έγινε χαλάζι και φωτιά ανακατωμένα μ’αίμα και ρίχτηκαν στη γη∙ και το τρίτο από τη γη κατακάηκε και το τρίτο από τα δέντρα κατακάηκε και κάθε χλωρό χορτάρι κατακάηκε» H’(7)
«Και σάλπισε ο δεύτερος άγγελος∙ και κάτι ωσάν μεγάλο βουνό από φωτιά ρίχτηκε στη θάλασσα∙ και το τρίτο από τη θάλασσα έγινε αίμα. Και πέθανε το τρίτο από τα πλάσματα που είναι στη θάλασσα κι έχουν ψυχές, και το τρίτο από τα καράβια χαλάστηκε» H’(8,9)
«Και σάλπισε ο τρίτος άγγελος∙ κι έπεσε από τον ουρανό ένας μεγάλος αστέρας που καίγουνταν ωσάν λαμπάδα, κι έπεσε στο τρίτο από τους ποταμούς και στις πηγές των νερών. Και τ’όνομα του αστέρα το λένε: «Ο Άψινθος»∙ και το τρίτο από τα νερά έγινε αψίνθι και πέθαναν άνθρωποι πολλοί από τα νερά που έγιναν φαρμάκι» H’(10,11)
«Και σάλπισε ο τέταρτος άγγελος, και χτυπήθηκε το τρίτο από τον ήλιο και το τρίτο από το φεγγάρι και το τρίτο από τ’άστρα, για να σκοτεινιάσουν κατά το τρίτο, κι η μέρα κατά το τρίτο να μη φωτίζει, και η νύχτα παρόμοια. Και είδα κι άκουσα έναν αετό που επέτα μεσουρανίς κι έλεγε με φωνή μεγάλη: Ουαί, ουαί, ουαί σ’αυτούς που κατοικούν τη γη όταν ακουστούν οι άλλες φωνές της σάλπιγγας των τριών αγγέλων που μέλλεται να σαλπίσουν» H’(12,13)
«Και σάλπισε ο πέμπτος άγγελος, και είδα έναν αστέρα που είχε πέσει από τον ουρανό στη γη, και του δόθηκε το κλειδί του πηγαδιού της αβύσσου. Και άνοιξε το πηγάδι της αβύσσου∙ κι ανέβηκε καπνός από το πηγάδι ωσάν καπνός από μεγάλο καμίνι και σκοτείνιασε ο ήλιος κι ο αέρας από τον καπνό του πηγαδιού. Κι από τον καπνό βγήκαν ακρίδες στη γη∙ και τους δόθηκε εξουσία σαν αυτή που έχουν οι σκορπιοί της γης. Και τους ειπώθηκε να μην πειράξουν το χορτάρι της γης ουδέ καμιά πρασινάδα ουδέ κανένα δέντρο, παρά μονάχα τους ανθρώπους που δεν έχουν την σφραγίδα του Θεού στο μέτωπο. Και τους δόθηκε όχι να τους θανατώσουν, αλλά να τους βασανίσουν πέντε μήνες∙ και ο βασανισμός τους ήταν σαν το βασανισμό του σκορπιού όταν χτυπήσει άνθρωπο. Και τις μέρες εκείνες θα ζητούν οι άνθρωποι το θάνατο και δεν θα τον βρίσκουν∙ και θ’αποθυμούν να πεθάνουν κι ο θάνατος θα φεύγει από κοντά τους » Θ’(1-6)
«Και σάλπισε ο έκτος άγγελος. Άκουσα τότε μια φωνή από τις τέσσερις γωνιές του θυσιαστήριου του χρυσού που ήταν μπροστά στο Θεό, κι έλεγε στον έκτο άγγελο που είχε τη σάλπιγγα: «Λύσε τους τέσσερις αγγέλους τους δεμένους στον ποταμό το μεγάλο τον Ευφράτη». Και λύθηκαν οι τέσσερις άγγελοι οι ετοιμασμένοι για την ώρα και τη μέρα και το μήνα και το χρόνο να σκοτώσουν το τρίτο από τους ανθρώπους» Θ’(13-15)
«Και είδα έναν άλλον άγγελο δυνατό που κατεβαίνει από τον ουρανό, ντυμένον σύννεφο, και το ουρανοδοξάρι στο κεφάλι του, και το πρόσωπό του σαν τον ήλιο, και τα πόδια του σαν κολόνες φωτιά και είχε στο χέρι ανοιχτό βιβλάριο κι έβαλε το πόδι του το δεξί στη θάλασσα και τ’αριστερό στη γης κι έκραξε με φωνή μεγάλη σαν που βρουχάται το λιοντάρι. Κι όταν έκραξε, λάλησαν οι εφτά βροντές με τις δικές τους τις φωνές. Κι αφού λάλησαν οι εφτά βροντές ετοιμαζόμουνα να γράψω∙ τότες άκουσα φωνή από τον ουρανό που μου έλεγε: Κράτησέ τα κρυφά αυτά που λάλησαν οι εφτά βροντές, και μην τα γράφεις» Ι’(1-4)
«Και η φωνή που άκουσα από τον ουρανό λάλησε πάλι και μου έλεγε: «Πήγαινε πάρε το βιβλίο τ’ανοιχτό από το χέρι του αγγέλου που στέκεται στη θάλασσα και στη γη». Και πήγα στον άγγελο και του είπα να μου δώσει το βιβλάριο. Και αυτός μου είπε: «Πάρε το και φάγε το. Θα σου γεμίσει πίκρα τα σωθικά, όμως στο στόμα σου θα είναι γλυκό σαν το μέλι». Και το πήρα το βιβλάριο από το χέρι του αγγάλου και το έφαγα, και ήταν στο στόμα μου γλυκό σαν μέλι∙ όταν όμως το κατάπια, τα σωθικά μου γέμισαν πίκρα» I’(8-10)
«Και τα βλέπουν τα πτώματά τους τρεισήμισι μέρες λαοί, φυλές και γλώσσες και έθνη, και δε θ’αφήνουν να τα βάλουν στο μνήμα. Και οι κάτοικοι της γης χαίρουνται κι ευφραίνουνται γιά τούτα, και στέλνουν δώρα ο ένας στον άλλον, γιατί αυτοί οι δύο προφήτες τους βασάνισαν τους κατοίκους της γης. Όμως ύστερα από τρεισήμισι μέρες, πνοή ζωής από Θεού μπαίνει μέσα τους και ξαναστέκουνται στα πόδια τους και φόβος μεγάλος έπεσε πάνω σ’αυτούς που τους έβλεπαν» ΙΑ’(9-11)
«Κι άνοιξε ο ναός του Θεού στον ουρανό, και φάνηκε η κιβωτός της διαθήκης του μέσα στο ναό του∙ κι έγιναν αστραπές και φωνές και βροντές και σεισμός και χοντρό χαλάζι» ΙΑ’(9-11)
«Και φανερώθηκε μεγάλο σημείο στον ουρανό: γυναίκα ντυμένη τον ήλιο, και το φεγγάρι κάτω από τα πόδια της, και στο κεφάλι της στεφάνι δώδεκα αστέρια. Και ήταν γκαστρωμένη και φώναζε από τους πόνους κι από την παιδωμή της γέννας» ΙΒ’(1,2)
«Και φανερώθηκε άλλο σημείο στον ουρανό∙ και ιδού μεγάλος δράκοντας πυροκόκκινος, μ’εφτά κεφάλια και δέκα κέρατα, και στα κεφάλια του εφτά διαδήματα∙ η ουρά του σέρνει το τρίτο από τ’άστρα του ουρανού και τα ρίχνει στη γης. Και ο δράκοντας στάθηκε μπροστά στην ετοιμόγεννη γυναίκα, για να φάει το παιδί της μόλις το γεννήσει» ΙΒ’(3,4)
«Κι έγινε πόλεμος στον ουρανό∙ ο Μιχαήλ και οι άγγελοί του πολέμησαν με το δράκοντα, πολέμησε και ο δράκοντας και οι άγγελοί του, και δε νίκησαν∙ και δε βρέθηκε τόπος γι’αυτούς στον ουρανό» ΙΒ’(9-11)
«Γι’αυτό ευφρανθείτε ουρανοί κι όσοι τους κατοικείτε∙ αλίμονο στη γη και στη θάλασσα γιατί εκεί κατέβηκε ο διάβολος, με θυμό μεγάλο, ξέροντας πως λίγος καιρός του απομένει» ΙΒ’(12)
«Και σαν είδε ο δράκοντας ότι διώχτηκε στη γη, έπιασε να κυνηγά τη γυναίκα που γέννησε τ’αγόρι. Και δόθηκαν στη γυναίκα οι δύο φτερούγες του αετού του μεγάλου για να πετάει στην έρημο στην κρυψώνα της, όπου θρέφεται καιρό και καιρούς και το μισό του καιρού, μακριά από το πρόσωπο του όφη» ΙΒ’(13,14)
«Και είδα ν’ανεβαίνει από τη θάλασσα ένα θηρίο που είχε δέκα κέρατα κι εφτά κεφάλια, κι απάνω στα κέρατά του δέκα διαδήματα, και στα κεφάλια του ονόματα βλαστημίας» ΙΓ’(1)
«Και είδα άλλο θηρίο που έβγαινε από τη γη, και είχε δυό κέρατα ωσάν του αρνιού, και η λαλιά του ωσάν του δράκοντα. Και μπήκε στη δούλεψη του πρώτου θηρίου κι άπλωσε την εξουσία του παντού. Κι έκαμε τη γη και όλους τους κατοίκους της να προσκυνήσουν εκείνο το θηρίο το πρώτο που γιατρεύτηκε η θανατερή λαβωματιά του» ΙΓ’(11,12)
«Κι ακόμη του δόθηκε να φυσήξει πνοή στην εικόνα του θηρίου, ώστε να λαλήσει η εικόνα του θηρίου και να κάμει να θανατωθούν όσοι δεν ήθελαν προσκυνήσει την εικόνα του θηρίου» ΙΓ’(15)
«Και κάνει έτσι που όλοι, μικροί και μεγάλοι, πλούσιοι και φτωχοί, ελεύθεροι και δούλοι, να χαράξουν σημάδι στο δεξί τους χέρι απάνω , ή στο μέτωπό τους, και κανείς να μη μπορεί ν’αγοράσει ή να πουλήσει, παρεκτός αν έχει χαραγμένο το όνομα του θηρίου ή τον αριθμό του ονόματός του. Εδώ χρειάζεται νοημοσύνη∙ όποιος έχει νου ας λογαριάσει τον αριθμό του θηρίου, γιατί είναι αριθμός ανθρώπου. Ο αριθμός του είναι εξακόσια εξήντα έξι» ΙΓ’(16-18)
«Και άλλος, τρίτος άγγελος που ακολούθησε λέγοντας με δυνατή φωνή: Όποιος προσκυνά το θηρίο και την εικόνα του, και σημαδεύεται με χαραγμα στο μέτωπο ή στο χέρι, θα πιεί και αυτός το κρασί του θυμού του Θεού, που είναι κι όλας κερασμένο άδολο στο ποτήρι της οργής του» ΙΔ’(9,10)
«Κι ένας άλλος άγγελος βγήκε από το θυσιαστήριο, τούτος φρόντιζε τη φωτιά, και είπε με δυνατή φωνή σ’αυτόν που είχε το δρεπάνι τ’ακονισμένο: Ρίξε το δρεπάνι σου τ’ακονισμένο και τρύγησε τα τσαμπιά από τ’αμπέλι της γης, γιατί τα σταφύλια της ωρίμασαν». Κι έριξε ο άγγελος το δρεπάνι του στη γη και τρύγησε τ’αμπέλι της γης, κι έβαλε τα σταφύλια στο πατητήρι του θυμού του Θεού, το μεγάλο» ΙΔ’(18,19)
«Και είδα στον ουρανό ένα άλλο σημείο μεγάλο και θαυμαστό: εφτά αγγέλους που κρατούσαν τις εφτά πληγές τις ύστατες γιατί μ’αυτές αποτελειώνεται ο θυμός του Θεού» ΙΕ’(1)
«Και άκουσα μια δυνατή φωνή που έβγαινε από το ναό κι έλεγε στους εφτά αγγέλους: «Πηγαίνετε και χύσετε τα εφτά τάσια του θυμού του Θεού στη γη» ΙΣΤ’(1)
«Και κόπηκε η μεγάλη πολιτεία σε τρία κομμάτια, κι οι πολιτείες των εθνών γκρεμίστηκαν. Και η μεγάλη Βαβυλώνα, τότε θυμήθηκε ο Θεός να της δώσει το ποτήρι του θυμωμένου κρασιού της οργής του» ΙΣΤ’(19)
«Και με πήρε και μ’έφερε το Πνεύμα στην έρημο. Και είδα μια γυναίκα που ήταν καθισμένη σ’ένα θηρίο κόκκινο, γεμάτο ονόματα βλαστήμιας, μ’εφτά κεφάλια και δέκα κέρατα. Και η γυναίκα ήταν ντυμένη στην πορφύρα και στα κόκκινα και ολόχρυση από τα μαλάματα και με πολύτιμες πέτρες και μαργαριτάρια∙ και κρατούσε χρυσό ποτήρι γεμάτο σιχασιές και βρώμες της πορνείας της∙ κι απάνω στο μέτωπό της είχε όνομα γραμμένο, μυστικό: ΒΑΒΥΛΩΝ Η ΜΕΓΑΛΗ, Η ΜΑΝΑ ΤΩΝ ΠΟΡΝΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΙΧΑΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΓΗΣ» ΙΖ’(3-5)
«Και έπεσαν οι εικοσιτέσσερεις πρεσβύτεροι και τα τέσσερα ζώα, και προσκύνησαν το Θεό τον καθισμένο στο θρόνο λέγοντας: Αμήν, Αλληλούια » ΙΘ’(4)
«Και είδα τον ουρανό ανοιχτό, και ιδού ένα άσπρο άλογο κι ο καβαλάρης του, Πιστός και Αληθινός τ’όνομά του∙ και με δικαιοσύνη κρίνει και πολεμά. Και τα μάτια του φλόγα φωτιά, και στο κεφάλι του πολλά διαδήματα, κι έχει όνομα γραμμένο πάνω του που κανείς δεν το ξέρει πάρεξ αυτός μονάχα∙ κι είναι ντυμένος φόρεμα βαμμένο στο αίμα, και τ’όνομά του: Ο Λόγος του Θεού» ΙΘ’(11-13)
«Και είδα έναν άγγελο να κατεβαίνει από τον ουρανό, κρατώντας στο χέρι το κλειδί της άβυσσος και μια μεγάλη αλυσίδα. Και καταπόνεσε τον δράκοντα, το φίδι το αρχαίο, που είναι ο Διάβολος και Ο Σατανάς, και τον έδεσε για χίλια χρόνια» Κ’(1,2)
«Και είδα τους νεκρούς μεγάλους και μικρούς να στέκουνται μπροστά στο θρόνο. Και ανοίχτηκαν βιβλία∙ και ανοίχτηκε κι άλλο βιβλίο ακόμη, το βιβλίο της ζωής. Και κρίθηκαν οι νεκροί από τα γραμμένα στα βιβλία κατά τα έργα τους» Κ’(12)
«Και με πήρε πνευματικά σε μέγα κι αψηλό βουνό και μου έδειξε την πολιτεία την άγια Ιερουσαλήμ, να κατεβαίνει εξ ουρανού, από Θεού, μέσα στη δόξα του Θεού. Κι η λάμψη της όμοια με πέτρα αξετίμητη, σαν την πέτρα τον ίασπη που κρουσταλλολάμπει∙ τα τείχη της είναι μεγάλα κι αψηλά, με δώδεκα πύλες, και στις πύλες άγγελοι δώδεκα και ονόματα γραμμένα: των δώδεκα φυλών των γιών Ισραήλ. Στην ανατολή τρεις πύλες, στο βοριά τρεις πύλες, στο νοτιά τρεις πύλες, και στη δύση τρεις πύλες. Και το τείχος της πολιτείας έχει δώδεκα θεμέλια κι απάνω σ’αυτά τα δώδεκα ονόματα των δώδεκα αποστόλων του Αρνιού. Κι αυτός που μου μιλούσε είχε για μέτρο χρυσό καλάμι, για να μετρήσει τη πολιτεία και τις πύλες της και το τείχος της» ΚΑ’(10-15)
«Και η πολιτεία δεν έχει ανάγκη από τον ήλιο μηδέ από το φεγγάρι για να τη φωτίζουν, γιατί η δόξα του Θεού τη φώτισε και λύχνος της είναι το Αρνί» ΚΑ’(23)